- ντιβερτιμέντο
- (Μουσ.). Διάφορες μορφές μουσικής, ανάλογα με την εποχή, κατά κανόνα ζωηρές και εύθυμες. Σήμερα χαρακτηρίζει μια σύνθεση σε σοβαρό ύφος, αλλά ελεύθερη στη μορφή, όπως τα ν. του Μπάρτοκ, του Στραβίνσκι, του Προκόφιεφ. Στον 17o και 18o αι. ν. ονόμαζαν τις άριες, τις καντάτες και τους χορούς, όπως π.χ. του Moλιέρου και του Λούλι, που παρεμβάλλονταν στις όπερες, στις παραστάσεις μπαλέτου και στις κωμωδίες-μπαλέτα. Στη Γαλλία ο όρος divertissement χαρακτήριζε μια σύντομη όπερα με μπαλέτο, όπως Η σπηλιά στις Βερσαλίες (1668) του Λούλι ή Ο θρίαμβος της Δημοκρατίας (έργο καθαρά πολιτικό του 1793) του Γκοσέκ. Στα τελευταία χρόνια του 18ου αι. υποδήλωναν με τον όρο αυτό κομμάτια οργανικής μουσικής διάφορων ειδών, συγκεντρωμένα μαζί σαν σε μια μόνο σύνθεση, όπως είναι, για παράδειγμα, η σουίτα, η παρτίτα, η κασατσιόνε. Τα διάφορα μέρη του ν., από τρία έως επτά, προσφέρουν γενικά μια απλότητα στο σχέδιό τους και μετριοπάθεια στις αναλογίες τους.
Ν. συνέθεσαν, μεταξύ άλλων, ο Μποκρίνι, ο Μότσαρτ, ο Χάιντν, ο Σούμπερτ και άλλοι.
Toν 19o αι. ελαττώθηκε το ενδιαφέρον για το ν. και η λέξη συχνά χρησιμοποιήθηκε ως συνώνυμο του pot-pourri, αυθαίρετου μείγματος αποσπασμάτων όπερας.
* * *το1. μουσ. α) σουίτα έργων ενόργανης μουσικής με διαφορετικό χαρακτήρα το καθέναβ) μέρος μεταξύ δύο εκθέσεων τού θέματος σε μια μουσική σύνθεση2. θεατρ. ιντερλούδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. divertimento «ψυχαγωγία, διασκέδαση» < ιταλ. divertire «διασκεδάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.